- ἀδικοῦσιν
- ἀδικέωto bepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)ἀδικέωto bepres ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обидѣти — ОБИ|ДѢТИ (190), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Отнестись (относиться) несправедливо, причинить (причинять) зло, совершить (совершать) насилие: Не оправьдаи неправьдьнааго аште и дрѹгъ ти ѥсть. ти обидить правьдьнааго аште и вра||гъ ти ѥсть. Изб 1076, 27–27 об.; … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ονειδίζω — (ΑΜ ὀνειδίζω) [όνειδος] 1. διατυπώνω προσβλητική κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ, ψέγω 2. επιτιμώ, επιπλήττω, («ὀνειδίζετε τοῑς ἀδικοῡσιν», Λυσ.) 3. περιπαίζω, χλευάζω 4. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω … Dictionary of Greek
συνεργός — ή, ό / συνεργός, όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.) νεοελλ … Dictionary of Greek